παραπονετικός

παραπονετικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "παραπονετικός" в других словарях:

  • παραπονετικός — ή, ό [παραπονούμαι] αυτός που εκφράζει παράπονο, αυτός που λέγεται ή γίνεται με παράπονο. επίρρ... παραπονετικά με παράπονο …   Dictionary of Greek

  • παραπονετικός — ή, ό παραπονιάρικος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλαύσιμος — κλαύσιμος, ίμη, ον (AM) [κλαύσις] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κλαύσιμο(ν) και κλάψιμο(ν) α) κλάμα, κλάψιμο, θρήνος β) παράπονο γ) πένθος αρχ. 1. άξιος θρήνου, κλαμάτων 2. θρηνώδης, παραπονετικός …   Dictionary of Greek

  • παραπονιάρικος — η, ο [παραπονιάρης] 1. αυτός που εκφράζει παράπονο, παραπονετικός 2. ως ουσ. παραπονιάρης. επίρρ... παραπονιάρικα με παράπονο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»